Στην αρχή τρόμαξα. Είχα να ακούσω ειδήσεις από το προηγούμενο βράδυ και πίστεψα ότι κάτι κακό είχε συμβεί. Τι όμως; Κάποιο ατύχημα στις πετρελαιοπηγές; Πόλεμος γύρω από τα κοιτάσματα; Συγκρούσεις στα σύνορα; Ηλίθιες ερωτήσεις, αλλά τι άλλο να σκεφθεί κανείς όταν, ξημερώματα Κυριακής, βλέπει ατέλειωτες ουρές αυτοκινήτων γύρω από τα βενζινάδικα; Για να σας το πω πιο συγκεκριμένα, οι ουρές ξεκινούσαν από τη γωνία της Κηφισίας με την Παπανικολή, την περιοχή που λέμε Σίδερα Χαλανδρίου. Υπομονετικοί οι οδηγοί, σκυθρωποί οι περισσότεροι, προχωρούσαν τρία μέτρα, σταματούσαν και πάλι από την αρχή. Μόλις τελείωνε η μια ουρά στο πρώτο βενζινάδικο της ανηφόρας, άρχιζε η επόμενη. Εστριβες από την Παπανικολή στην Εθνική Αντιστάσεως και έβλεπες τα ίδια. Και σας λέω: ήταν Κυριακή πρωί, πολύ πρωί, και κανονικά σε αυτούς τους δρόμους αυτές τις ώρες δεν έβλεπες αυτοκίνητο. Μια μάνα, μη έχοντας προφανώς άλλη λύση, είχε βάλει μαζί της στο αυτοκίνητο τα τρία παιδιά της. Το ένα λαγοκοιμόταν στη θέση του συνοδηγού και τα δύο άλλα χοροπηδούσαν στο πίσω κάθισμα. Κάποιος άλλος είχε τον σκύλο στη θέση του συνοδηγού (ήταν πριν από τη βόλτα ή μετά;). Αλλος έτρωγε σάντουιτς. Κάποια έπινε γάλα. Μια άλλη λιμάριζε τα νύχια της. Αρκετοί κάπνιζαν- ίσως και δύο στους τρεις. Κάποιοι διάβαζαν εφημερίδες. Μάλλον τις είχαν αγοράσει από το προηγούμενο βράδυ. Καλή λύση, δεν λέω. Αν είναι να βρίσκεσαι μια ώρα στην ουρά, πόσες φορές να διαβάσεις την πινακίδα του μπροστινού σου; Μια δεσποινίς χαχάνιζε στο κινητό της και στο πίσω αμάξι- ίσως για εκδίκηση- ένας νεαρός άκουγε τα άπαντα Μαργαρίτη. Εν ολίγοις ήταν φανερό ότι όλοι ζούσαν την κυριακάτικη ρουτίνα τους, μόνο που την ζούσαν μέσα στα αυτοκίνητά τους. Γιατί όμως; Οσο οι ουρές μεγάλωναν τόσο διογκώνονταν στο μυαλό μου τα ερωτήματα. Α, ο Μαργαρίτης ήταν η εξαίρεση. Οι περισσότεροι ήταν προσηλωμένοι στα ραδιόφωνά τους. Ετσι φαινόταν. Σαν να περίμεναν έκτακτα ανακοινωθέντα. Κάποια στιγμή, στο πλάι της ουράς κάποιος άρχισε να τρέχει αγκαλιά με ένα μαύρο μπιτόνι. «Σαν δεν ντρέπεσαι!» του φώναζαν, αντιμετωπίζοντάς τον σαν να είχε πάρει τις τελευταίες φέτες ψωμιού από το συσσίτιο. Γι΄ αυτό σας λέω, κάτι σοβαρό είχε συμβεί. Ημουν πεζός, χωρίς κινητό, οπότε άλλη λύση δεν είχα από το να χτυπήσω την πόρτα... ενός αυτοκινήτου. «Μα, δεν το ξέρεις;». Παύση που ήταν σαν να φώναζε «πού ζεις, καημένε!». «Πιθανός να έχουμε έλλειψη βενζίνης από τη Δευτέρα». Αυτό το «πιθανός» μου τρύπησε την καρδιά, αλλά δεν ήταν μόνο ο Μπαμπινιώτης που διαμαρτυρήθηκε μέσα μου. «Τι εννοείται “πιθανός”; Γιατί; Τι έγινε;». Το ερώτημα το υπέβαλα όσο πιο μειλίχια μπορούσα.
Η αλήθεια είναι ότι είχα κι έναν φόβο, μην αρχίσει και φωνάζει ο οδηγός και βγουν όλοι από τα αυτοκίνητα να με κυνηγήσουν ως σαμποτέρ. Υστερα από σύντομη σκέψη ο συνομιλητής μου αποφάσισε να είναι αυστηρός αλλά και διδακτικός: «Ανθρωπέ μου, οι φορτηγατζήδες δεν τα βρήκαν με την κυβέρνηση και απειλούν να μας κόψουν τη βενζίνη».
Η τελευταία φράση ακούστηκε περίπου ως «τετέλεσται». Τον ευχαρίστησα με ένα κούνημα του κεφαλιού και απομακρύνθηκα γρήγορα. «Αλήθεια, μπορεί να υπάρξει ζωή χωρίς βενζίνη;», αναρωτήθηκα μπαίνοντας σε κάποιο στενό.
Ξημερώματα Κυριακής. Ατέλειωτες ουρές αυτοκινήτων στα βενζινάδικα. Κάποιος άρχισε να τρέχει αγκαλιά με ένα μαύρο μπιτόνι. «Ντροπή!» τουφώναζαν, σαν να είχε πάρει τις τελευταίες φέτες ψωμιού από το συσσίτιο
«Και με τακούνια πάνω στο ποδήλατο»!
Είμαι 31 ετών, ειδικευόμενη ενδοκρινολόγος και κάνω διδακτορικό στην υπογονιμότητα στο «Αλεξάνδρα». Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Ποδήλατο άρχισα να κάνω όταν ήμουν τεσσάρων, με βοηθητικές ρόδες βέβαια και ύστερα από μια περιπλάνηση σε όλα τα άλλα τροχοφόρα, τους τελευταίους 10 μήνες επέστρεψα ξανά στο ποδήλατο. Βενζίνη έβαλα τελευταία φορά τον Ιούλιο που έπρεπε να πάω σε έναν γάμο στο Λαγονήσι. Μένω στο Κολωνάκι και σε καθημερινή βάση πηγαίνω στο «Αλεξάνδρα», τους Αμπελόκηπους αλλά και το Γκάζι. Κάποιες μέρες πηγαίνω στο Χαλάνδρι, στα Βριλήσσια αλλά και στο Γαλάτσι που μένει η γιαγιά μου. Ακόμη και το βράδυ βγαίνω με το ποδήλατο. Ντυμένη, βαμμένη καμιά φορά και με τακούνια.
Βέβαια όλο και περισσότερο το ντύσιμό μου προσαρμόζεται στη νέα μου συνήθεια. Οι γονείς μου στην αρχή φοβήθηκαν τώρα όμως και ο μπαμπάς μου θέλει να πάρει ποδήλατο. Με το ποδήλατο υπολογίζεις με μεγαλύτερη ακρίβεια σε σχέση με το αυτοκίνητο. Το μόνο ζήτημα είναι ότι οι δρόμοι της Αθήνας δεν είναι φιλικοί προς τους ποδηλάτες, πολλές φορές αναγκάζομαι και ανεβαίνω στο πεζοδρόμιο.
Εμείς οι ποδηλάτες είμαστε λίγο «ορφανοί», όπως λέω εγώ.
«Τι να το κάνουμε το αυτοκίνητο;»
Ηθοποιός και σκηνοθέτις. Γεννήθηκα στη Δράμα, σπούδασα στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών και κατόπιν στη Βρετανία και την Ολλανδία σε σχολές Θεάτρου, Κινηματογράφου και Τηλεόρασης. Την τελευταία δεκαετία έχω επιστρέψει στην Αθήνα όπου ζω με τον σύζυγο, την κόρη και τα τρία μας ποδήλατα. Οπου δεν πάει το ποδήλατο πάω με το περίφημο πεζό 2 ή με μετρό (London Underground, tour of Νetherlands με ποδήλατο, Χαλάνδρι- Σύνταγμα με ΜΡ3). Δεν έχουμε δικό μας αυτοκίνητο, ούτε το χρειαζόμαστε. Δεν μας αρέσουν καθόλου τα αυτοκίνητα παρά μόνο για μεγάλα παράξενα ταξίδια.
Λυπάμαι λίγο για τη ζωή των άλλων ανθρώπων που τους βλέπω το πρωί να βγαίνουν από το τσιμεντένιο τους κουτί (σπίτι) για να μπουν σε ένα μεταλλικό κουτί (αυτοκίνητο) για να ξαναμπούν μέσα σε ένα άλλο τσιμεντένιο κουτί (δουλειά) και κοιτάζουν νευρικά ή μελαγχολικά τη ζωή τους να φεύγει έξω από το παράθυρο. Τα πρώτα χρόνια, και με το μωρό ειδικά, οι άλλοι μάς κοιτούσαν με ένα μείγμα θαυμασμού, απορίας, λίγο οίκτο, και τέλος πάντων πώς είναι δυνατόν να υπάρχει ζωή χωρίς αυτοκίνητο.
Τώρα που ξαναζούμε τη δεκαετία του ΄20- κραχ, ανεργία και τρελό κέφι χωρίς λόγο (μόνο η ποτοαπαγόρευση λείπει)- πολλοί μάς ρωτούν τρόπους να ξεφορτωθούν από τη ζωή τους το αυτοκίνητο- για τις υπόλοιπες εξαρτήσεις δεν ξέρω.
Δεν μπορώ να μπω σε ένα κουτί και να αργοκυλάω μισοπαρκαρισμένη πίσω από εξατμίσεις. Θυμάμαι κάποιο πρωί στην Ολλανδία μια οικογένεια με ποδήλατα στον δρόμο.
Μπροστά πήγαινε η μαμά με το μικρό στην πίσω θέση, στη μέση ένα κοριτσάκι με το ποδηλατάκι της και οπισθοφυλακή ο μπαμπάς. Φορούσαν όλοι κίτρινα αδιάβροχα κι είχαν σημαιάκια στα ποδηλατάκια τους. Εμοιαζαν με παπάκια.
Το πρωί ολόκληρες οικογένειες μετακινούνται έτσι. Αλλη λύση δεν υπάρχει. Εκτός αν πούμε: ΕΧΙΤ ΡLΑΝΕΤ ΕΑRΤΗ (= Εγκαταλείψτε τον πλανήτη Γη). Αλλά δεν ξέρω αν θα μας δεχτούν σε άλλον πλανήτη.